Κυριακή, Οκτωβρίου 15, 2006

"Αρχίδια φλαμπέ"-Πράξη 4η

Το βλέμμα του καρφώθηκε στο σώμα της που , μαυρισμένο όσο πρέπει από τις καλοκαιρινές της διακοπές , ασφυκτιούσε προκλητικά μες το νεγκλιζέ της.
Έπειτα κοίταξε μέχρι το τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ. Τα άδεια ποτήρια και τ’ αποτσίγαρα που ξεχείλιζαν στο τασάκι μαρτυρούσαν μια αιφνίδια , ερωτική , πρωινή κραιπάλη στην οποία ήμουν σίγουρος πως θα ‘θελε να με αντικαταστήσει.

Εγώ παρέμεινα άναυδος να παρατηρώ εκείνη , που βιαστικά προσπαθούσε να φυλαχτεί από τα αδηφάγα μάτια του πορνόγερου. Τύλιξε τα χέρια της σε μια απέλπιδα αγκαλιά του κορμού της , κάνοντας τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Δύσκολα καλύπτεται τόση σάρκα με τόσα λίγα.

Ο θυρωρός σχεδόν πνιγμένος από την ασυγκράτητη σιελόρροια , ξεροκατάπιε κάνα δυο φορές και προσπάθησε να αρθρώσει τις επόμενες λέξεις του.

-«Και πάλι με συγχωρείτε….ε…δεν ξέρω τι να πω….
Έχει γίνει χαμός έξω.
Γιατρέ μου ήρθα να σας ενημερώσω…
Είχα ακούσει κάτι σαν πυροβολισμούς το πρωί , περισσότερο έμοιαζαν με κρότους , σαν πυροτεχνήματα , αλλά η γερασμένη ακοή μου δε με βοήθησε και πολύ και τους αγνόησα.
Έτρεχα από όροφο σε όροφο βλέπετε να μαζέψω τα κοινόχρηστα….
Βιαστείτε σας παρακαλώ!
Έχει έρθει ένα περιπολικό κι ένα ασθενοφόρο κάτω…
Μανάδες τριγύρω ουρλιάζουν και κλαίνε…
Παιδάκια έχουν μαζευτεί απ’ όλες τις γειτονιές…
Τα δικά μας παιδιά είναι σωριασμένα στο δρόμο…
Σας παρακαλώ βιαστείτε…»

Κόντευε να πνιγεί από τις ίδιες του τις λέξεις.
Σάλια πετάγονταν απ’ τα περιθώρια που άφηναν τα ψεύτικα δόντια στις μασέλες του.
Τα χέρια του κουνιόνταν σε απίστευτους ρυθμούς , στροβιλίζονταν στον αέρα.

«Τώρα δέσαμε» , σκέφτηκα .

Ώστε εκείνη έλεγε αλήθεια λοιπόν….

Είχα μια ημίγυμνη μαζική δολοφόνο στο σαλόνι μου , που επέλεξε εμένα για συγκάλυψη και πιθανή παροχή άλλοθι κι ας την σκότωνε ο άντρας της όταν το μάθαινε και ένα «ψοφάω για περιέργεια , αλλά θα ασχοληθώ μ’ αυτό αργότερα» , ανθρωπάκι στην πόρτα μου.

Προσπάθησα να είμαι ψύχραιμος.
Δεν τα κατάφερα…

-«Κατεβείτε κάτω μήπως σας χρειάζονται κι έρχομαι αμέσως…
Πρέπει να ντυθώ και να μαζέψω τα χρειώδη…
Έρχομαι….πηγαίνετε….»

-«Εσείς αγαπητή κυρία;…
Θέλετε να σας συνοδεύσω μέχρι το διαμέρισμά σας;
Πρέπει να ντυθείτε άλλωστε , αν μου επιτρέπετε , η αστυνομία θα θέλει να κάνει ερωτήσεις , φαντάζομαι…
Γιατρέ μου θα ενημερώσω τους συναδέλφους σας ότι κατεβαίνετε…»

Τι θράσος! Έλεος!

-«Σας ευχαριστώ , αλλά θα πάω μόνη μου.
Μπορείτε να μας αφήσετε μόνους παρακαλώ;
Μας διακόψατε αγενώς και δε σεβαστήκατε ούτε την πιθανότητα να βρίσκομαι εδώ ως ασθενής…»

-«Με συγχωρείτε , αγαπητή κυρία…
Γιατρέ μου κατεβαίνω και σας περιμένω…»

Έκλεισα την πόρτα σχεδόν στα μούτρα του.
Γύρισα και την αντίκρισα …

Εκείνη με κοίταξε μες τα μάτια και με μια αιφνίδια κίνηση απαλλάχτηκε από το νεγκλιζέ της .
Στεκόταν τώρα απολύτως γυμνή μπροστά μου.
Ούτε καν εσώρουχο δεν φορούσε…
Η αχνιστή μυρωδιά από το καυλωμένο μουνί της ζάλισε τα ρουθούνια μου.
Τα μουνόχειλά της ασφυκτιούσαν μες τα σκέλια της…
Κάθισε με τα πόδια ορθάνοικτα , αποκαλύπτοντάς μου την εξαίσια θέα της.
Ακούμπησε με το δείκτη και το μέσο δάκτυλο του δεξιού της χεριού , την πρησμένη κλειτορίδα της κι ύστερα έχωσε όλη την παλάμη της στο μουνί της….
Το αριστερό της χέρι ζούληξε με δύναμη εναλλάξ τις ρώγες της…

-«Θέλω να με γαμήσεις τώρα…
Μ’ ακούς;
Τώρα!!!»

Έμεινα άναυδος και την κοιτούσα.
Είχα ερεθιστεί και δεν μπορούσα να το κρύψω…

-«Εγώ δεν είμαι σαν τα πιπίνια , αυτά τα ξελιγωμένα τσουλάκια που ξεσκίζεις πότε-πότε…
Έλα να γαμήσεις μια αληθινή γυναίκα…
Μ’ έχεις κατακαυλώσει τόση ώρα…
Έλα λοιπόν… τι περιμένεις;»


Είχα μια λυσσασμένη σκύλα στο σαλόνι μου…

Πριν προλάβω να κάνω οτιδήποτε κτύπησε το γαμημένο το τηλέφωνο…
Απάντησα στον τέταρτο κτύπο χωρίς να παίρνω τα μάτια μου απ’ αυτήν τη δονούμενη , μαλακιζόμενη οπτασία…

-«Εμπρός;…»

-«Έλα…
Ποιος είναι;
Έλα ρε μαλάκα εσύ είσαι;
Είμαι ο γείτονας . Κατάλαβες;
Είναι εκεί η μαλακισμένη η γυναίκα μου;
Που βόσκει πάλι αυτή η παλιοπουτάνα;
Με πήραν από την αστυνομία…
Βρήκαν λέει την καραμπίνα μου στο δρόμο μπροστά από την πολυκατοικία…
Έλα ρε γιατί δε μιλάς;
Είναι εκεί μήπως;
Πήρα σ’ όλες τις μαλακισμένες τις φίλες της και δεν τη βρήκα…
Άμα τη δεις πες της ότι τη ψάχνω κι άμα την πιάσω στα χέρια μου θα φάει το ξύλο που δικαιούται η μαλάκω….
Έλα ρε μ’ ακούς;»

Μπορούσα να μυριστώ το βρώμικο , μεθυσμένο χνώτο του από το ακουστικό…
Έσφιξα τη συσκευή στα χέρια μου.
Τα δόντια μου πονούσαν φρικτά , κόντευαν να σπάσουν…

Σάββατο, Οκτωβρίου 14, 2006

"Αρχίδια φλαμπέ"-Πράξη 3η

-«Ωχ , έρχονται να με πάρουν! Τι θα κάνω; Βοήθησέ με.
Σε παρακαλώ!»

Πετάχτηκε απ’ τον καναπέ σαν τρομαγμένη ελαφίνα.
Τα χέρια της είχαν αγκαλιάσει σφιχτά το κεφάλι της σε μια τραγική ένδειξη απόγνωσης. Τα μάτια της είχαν γουρλώσει από την αγωνία , κόντευαν να πεταχτούν απ’ τις κόγχες τους. Τα χείλη της είχαν χάσει το χρώμα τους κι ας ήταν επιμελώς βαμμένα με πορφυρό κόκκινο , πρέπει τώρα να πονούσαν , τόσο δυνατά που τα δάγκωνε.

Όρμησε προς το μέρος μου , το ρούχο που κάλυπτε τη γύμνια της , ακολουθούσε την πορεία που διέγραφαν οι καμπύλες του σώματός της , με προκαλούσε έτσι ακόμα περισσότερο.

Πήρε το ποτήρι απ’ το χέρι μου και με μια βιαστική ρουφηξιά κατέβασε το ποτό μου στο στόμα της και το κατάπιε μονορούφι. Σκούπισε τα χείλη της με την ανάστροφη του δεξιού της χεριού κι αυτά αποχρωματίστηκαν τώρα τελείως.

Σε μια εξαίσια κίνηση αρμονικής διαταραχής της εντροπίας , άρπαξε το κεφάλι μου και βίασε το στόμα μου με τη γλώσσα της , χώνοντάς τη βαθιά , σχεδόν μέχρι το λαρύγγι μου , τη στριφογύρισε επιδέξια γλείφοντας τα ούλα και τα δόντια μου.

Με αυτή την καυλωτική ασφυξία αφυπνίσθηκα πλήρως. Οι πολυβυζαγμένες , σκληρές ορθωμένες ρώγες της , ακουμπούσαν προκλητικά στο στέρνο μου.
Το χέρι της κινήθηκε με τόλμη προς το εφηβαίο μου…

Δεν την άφησα να προχωρήσει αν και τα ένστικτα μου είχαν ήδη παραδοθεί στο κάλεσμά της.
Κράτησα το χέρι της σφικτά και τη γύρισα φέρνοντας την πλάτη της στο στήθος μου , τα μαλλιά της φυλάκισαν το πρόσωπό μου και ο κώλος της , μέσα απ’ το μεταξένιο του περιτύλιγμα , θώπευε τα γεννητικά μου όργανα.

Με είχε αποσυντονίσει. Βύθισα την αριστερή μου παλάμη στο ντεκολτέ της , χούφτωσα με βία τα βυζιά της , τσίμπησα με οργή τη δεξιά της ρώγα.
Έπρεπε να έχω τον έλεγχο.
Αυτή η έκφυλη , απροκάλυπτη εκδήλωση ενδιαφέροντος με άφηνε παγερά αδιάφορο.
(Τι αληθινό ψέμα!)

-«Σταμάτα!»
Με την υποκρισία να ξεχειλίζει απ’ τα μηνίγγια μου , την έριξα στον καναπέ. Αυτή υποταγμένη βούλιαξε το πρόσωπό της στα μαξιλάρια και στήθηκε στα τέσσερα.
Συνέχιζε ένα παιχνίδι που , ενώ θα ’θελα να συμμετέχω , έπρεπε να διακόψω αμέσως.
Η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί.

-«Δεν έχεις έρθει γι αυτό εδώ! Αλλά ακόμα κι αν αυτό ήταν το κίνητρό σου δεν πρόκειται να συμβεί οτιδήποτε τουλάχιστον όχι τώρα κι όχι έτσι!
Ηρέμησε.
Δεν μπορείς να ξέρεις από πού έρχεται ο ήχος της σειρήνας.»

Την ανασήκωσα στον καναπέ και αποκατέστησα τη φυσική τάξη του ενδύματος της.

-«Σε γουστάρω εδώ και καιρό. Θέλω να μου ξεσκίσεις τα βάρδουλα , να με κάνεις την καρατσουλάρα σου. Θα ‘ρχομαι όποτε θες να με γαμάς απ’ όλες τις τρύπες μου.
Αν ήξερες πόσο καιρό έχω να γαμηθώ…
Θέλω τον πούτσο σου στο στόμα μου. Τώρα! Έλα ‘δω…»

Τα γεγονότα με ανάγκασαν να αρνηθώ αυτή την αφύσικα πρόστυχη προσφορά πεοθηλασμού.
Σηκώθηκα όρθιος και έκλεισα πορτοπαράθυρα και κουρτίνες.

-«Νομίζω πως αρκετά κράτησε αυτό το αστείο.
Φανταστείτε πως σας είχα πιστέψει για μια στιγμή.
Με έπεισε η σειρήνα βλέπετε…
Εμπρός. Σηκωθείτε.
Πρέπει να φύγετε. Μαζέψτε τα πράγματά σας και δρόμο!»

Πήγα στην εξώπορτα.
Αυτή με κοιτούσε κατάματα.
Άνοιξα την πόρτα διάπλατα. Το ζεστό καλοκαιρινό ρεύμα κτύπησε τα μάτια μου…

-«Με συγχωρείτε κύριε…
Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω , αλλά έξω γίνεται χαμός!»

Μπροστά στη εξώπορτα στεκόταν ο μεσόκοπος θυρωρός με το χέρι του προτεταμένο προς το κουδούνι μου , έτοιμος να το κτυπήσει…
Γούρλωσε έκπληκτος τα μικροσκοπικά , μεσοαστικά , πρεσβυωπικά ματάκια του μόλις την αντίκρισε…

-«Αγαπητή κυρία…! Οποία έκπληξις…!»
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape Free Web Counter