Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 21, 2006

"Αρχίδια φλαμπέ"

... «Δεν άντεχα άλλο.. Έχω να κοιμηθώ 4 ολόκληρες μέρες! Καταλαβαίνετε τι έχω κανει; Τα σκότωσα! Όλα!
Τα κωλόπαιδα ούρλιαζαν σαν τρελλά όλη μέρα , δεν μπορούσα να κοιμηθώ , ούτε τα πρωινά , ούτε τα μεσημέρια , ούτε τα απογεύματα..
Ξέρετε πόσο σημαντικός είναι για μένα ο ύπνος;
Άμα δεν κοιμάμαι δεν ελέγχω τα νεύρα μου…
Καταλαβαίνετε;…»

Η γυναίκα που μιλούσε ασταμάτητα εκείνη τη στιγμή στο σαλόνι μου , ήταν η κυρία του διπλανού διαμερίσματος . Η ώρα ήταν μόλις 09.30 το πρωί και εκείνη στεκόταν στο αχανές δωμάτιο με τα χέρια της να κουνιούνται πέρα δώθε , λες και την έκαιγαν ψηλά από τους ώμους κι ήθελε να τα απαλλαγεί. Τα κατακόκκινα , πλούσια μαλλιά της , είχαν ανακατευτεί κι η χαλαρή κοτσίδα που τα είχε μαζέψει το πρωί , είχε διαλυθεί. Φορούσε ένα μαύρο σατέν νεγκλιζέ χωρίς σουτιέν και τα στήθη της ασφυκτιούσαν προκλητικά μες το ύφασμα.
Κρατούσε στο αριστερό της χέρι ένα από τα ακριβά ποτήρια της , από κρύσταλλο βοημίας , στολισμένο με ανάγλυφους κύκνους , που με επιμέλεια καθάριζε κάθε Σάββατο, γεμάτο με ουίσκι (μάλλον «γιάννη» black – αυτό ψώνιζε κάθε τρεις και λίγο από το σουπερμάρκετ της γειτονιάς μας) και στο άλλο χέρι ένα πακέτο απ’ τα τσιγάρα που μανιωδώς κάπνιζε , ενώ ανάμεσα σε δείκτη και μέσο δάκτυλο είχε εγκλωβίσει ήδη ένα άφιλτρο.

Εγώ είχα αργήσει να ανοίξω την πόρτα αφενός , γιατί εκείνη την ώρα ως συνήθως ακόμα κοιμάμαι κι αφετέρου , γιατί στις 09.30 το πρωί ούτε τηλέφωνα απαντώ, ούτε με συγκινεί το κουδούνι της εξώπορτας , όσες φόρες κι αν κτυπήσει. Ουσιαστικά αυτή τη φορά έκανα την εξαίρεση , γιατί χτυπούσε την πόρτα , παρά πολύ δυνατά και επίμονα και γιατί την είδα από το ματάκι με αυτή την αμφίεση και θεώρησα πως ήταν η τυχερή μου μέρα…(κούνια που με κούναγε).

-«Ηρεμήστε , πάρτε μια ανάσα.
Θέλετε να καθίσετε στον καναπέ; Βολευτείτε μέχρι να φτιάξω ένα φραπέ και θα μου τα πείτε όλα από την αρχή.»
-«Σας ευχαριστώ, πραγματικά δεν ήξερα τι θα έκανα αν δε σας πετύχαινα σπίτι. Ξέρω πως είστε άνεργος αυτούς τους 2 μήνες και πως συνήθως κοιμάστε αυτή την ώρα (με παρακολουθούσε;), αλλά δε γινόταν αλλιώς καταλαβαίνετε;
Αυτό που έκανα είναι φρικτό!»

Κάθισα ταραγμένος κι εγώ δίπλα της, οι φρεσκοξυρισμένες γάμπες της ακουμπούσαν στα πόδια μου. Έτρεμε ολόκληρη.

Ε ρε τι πάθαμε πρωινιάτικα , σκέφτηκα από μέσα μου και της αφιέρωσα την προσοχή μου. Είναι αλήθεια πως έξω επικρατούσε μια απίστευτη ησυχία λες κι όλα παγιδεύτηκαν σε μια ατελείωτη παύση και περίμεναν την εντολή του σκηνοθέτη.

-«Θέλετε να μου πείτε τι συνέβη; Ηρεμήστε και πείτε μου τι πάθατε. Πώς μπορώ εγώ να σας βοηθήσω;»
-«Είστε τόσο γλυκός! Αλήθεια! Εγώ σας είχα καταλάβει πόσο καλό παιδί είστε , από την πρώτη στιγμή που μετακομίσατε στην πολυκατοικία μας κι έμαθα πως είστε γιατρός.» (με καλόπιανε η ρουφιάνα; Τι σκατά ήθελε από μένα;)
-«Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια όμως τι συνέβη; Θα μου πείτε; Πάρτε τα πράγματα από την αρχή…»

Είχε εξάψει την περιέργειά μου και το μυαλό μου έπλαθε φαντασιωσικά σενάρια σε καταιγιστικούς ρυθμούς.

-«Ας τα πάρω από την αρχή λοιπόν. Μισό λεπτό ν’ ανάψω ένα τσιγάρο και να πιω μια γουλιά , μου επιτρέπετε έτσι;»
-«Παρακαλώ. Και μιλήστε μου στον ενικό.»
-«Ευχαριστώ, αλήθεια είστε πολύ καλός.
Όπως ξέρετε κι αυτή τη βδομάδα απεργούν τα δημοτικά και τα νηπιαγωγεία και όλα τα παιδιά στη γειτονιά , απ’ το πρωί, κάθε πρωί , εδώ και μέρες, συνέχεια είναι στο δρόμο και παίζουν , δηλαδή τι παίζουν , αυτοί οι μικροί δαίμονες ουρλιάζουν συνέχεια , τρέχουν πάνω κάτω με τα ποδήλατά τους , μας έχουν τρελάνει. Τα κωλόπαιδα μας έχουν ταράξει .
Όλη μέρα πρωί , μεσημέρι , απόγευμα. Εσάς ε.. , εσένα δε σε ενοχλούν; Ξέρω πως ξενυχτάς τα βράδια στο κομπιούτερ και σίγουρα χρειάζεσαι ύπνο κατά τη διάρκεια της μέρας. Ανεξάρτητα απ’αυτό όμως ….(κόμπιασε για λίγο) τα πράγματα για μένα είναι πάρα πολύ δυσκολα. Καταλαβαίνεις;»

Δεν ήξερα αν καταλάβαινα ή όχι. Με έβρισκε απροετοίμαστο όλο αυτό το χειμαρρώδες κατηγορητήριο των μικρών , διαβολικών προμηθευτών αγνής , παιδικής ευτυχίας , ήταν αλήθεια όμως πως από τότε που τελείωσε το καλοκαίρι κι οι παρατεταμένες μου διακοπές , παρακαλούσα πραγματικά ν’ ανοίξουν τα σχολεία και να γλυτώσουμε από την , ανεξάντλητα θορυβώδη , ενέργειά τους. Η κατάσταση είχε ξεφύγει εδώ και μέρες κι είχα στερηθεί αρκετές ώρες ύπνου που σε άλλες περιπτώσεις είχα σίγουρα εξασφαλίσει .Είχε δίκιο. Τα πράγματα είχαν γίνει πολύ δύσκολα για εμάς τους καθημερινούς ημερήσιους έγκλειστους.

-«Βάλε μου σε παρακαλώ κάτι πολύ δυνατό να πιώ.»
-«Είσαι σίγουρη; Θέλω να πω …. δεν είναι καλύτερα να το αποφύγεις στην κατάστασή σου;»
(δεν ήξερα τι άλλο να πω , μη φανώ κι ανεπαρκής…)

Γύρισε και με κοίταξε με μάτια που είχαν ήδη βουρκώσει και είχαν πλημμυρίσει με δάκρυα . Ήταν πραγματικά απελπισμένη. Ενέδωσα λοιπόν και της ανανέωσα την αλκοολούχο δόση της. Πήγα και ξανακάθισα δίπλα της. Είχα αδυναμία στις πονεμένες ψυχές κι αυτή έδινε ρεσιτάλ ερμηνείας.

-«Συνεχίστε… Τι έγινε με τα παιδιά;»
Της έδωσα κάτι να σκουπίσει τα δάκρυά της.
-«Μένω πολλές ώρες στο σπίτι , ο άντρας μου λείπει συνέχεια , μ’ έχει βαρεθεί κι αυτός και είναι βασικό για μένα να κοιμάμαι , για να κρατιέμαι σ’ ένα επίπεδο ισορροπίας , όσο αυτό είναι δυνατόν , σ’ αυτή τη γειτονιά που ζούμε εδώ και εννέα χρόνια.
Αυτές τις τελευταίες μέρες δε μ’ αφήνουν τα κωλόπαιδα να κοιμηθώ με τις συνεχείς φωνές τους και τα γαμημένα τα ουρλιαχτά τους. Ξόδεψα όλα τα ηρεμιστικά του μήνα σε 4 μέρες! Αλλά και με τα χάπια δε γινόταν τίποτα. Αφήστε που επειδή εγώ ήμουν ταραγμένη ο άντρας μου με απέφευγε , αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω…Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα όλη μέρα , είχα περιέλθει σε τραγική κατάσταση. Και τα σκατόπαιδα δεν έλεγαν να σταματήσουν με τίποτα. Πιστέψτε με έκανα κάθε δυνατή προσπάθεια , μίλησα με τους γονείς τους , τα δωροδόκησα με διάφορα καλούδια , αλλά αυτά το χαβά τους . Τίποτα. Μέχρι σήμερα που….»
-«Που τι; Πες μου τι έγινε;»

Ήταν προφανές πως έπρεπε ν’ αντικαταστήσω τον καφέ με κάτι πιο δυνατό. Σηκώθηκα , έβαλα και για μένα ένα ποτό και κάθησα όσο πιο κοντά γινόταν , με τα αισθητήριά μου όργανα σε πλήρη ετοιμότητα.

-«Όπως μπορεί να έχεις προσέξει , ο άντρας μου κάθε βδομάδα πάει για κυνήγι με τους φίλους του. Έχουμε λοιπόν στο σπίτι δυο-τρία κυνηγετικά όπλα , αλλά και μια διπλόκαννη καραμπίνα , η οποία είναι πάντα γεμάτη για την περίπτωση που θα μπούνε διαρρήκτες στο διαμέρισμα.
Ε σήμερα δεν άντεξα άλλο…δεν κοιμήθηκα κι όλο το βράδυ , γιατί ροχάλιζε ο άχρηστος , (γιατί με προμήθευε μ’ όλες αυτές τις λεπτομέρειες;) και καταλαβαίνεις πώς ξεκίνησε η μέρα μου…
Ήμουν αποφασισμένη να λύσω το πρόβλημα μια και καλή. Βγήκα απ’ το πρωί στο μπαλκόνι και τους έβαλα τις φωνές κάνα δυο φορές , μπορεί και να με άκουσες , δε ξέρω , αλλά τα σκασμένα τίποτα…
Ίσα-ίσα που δυνάμωσαν περισσότερο τις φωνές τους λες και με κορόιδευαν τα παλιόπαιδα. Επανήλθα λοιπόν στο μπαλκόνι κραδαίνοντας την καραμπίνα στα χέρια…Όπλισα κι έριξα μια προειδοποιητική βολή στον αέρα. Τζίφος!
Μαζεύτηκαν για λίγο στο πεζοδρόμιο κάτω απ’ το μπαλκόνι , γέλασαν μαζί μου κι έπειτα σκόρπισαν στις αρχικές τους θέσεις . Τα πράγματα ζητούσαν δραστικές λύσεις…Έριξα και την επόμενη στον αέρα και έφερα , από το σακίδιο που κουβαλάει ο άντρας μου στο κυνήγι , ένα καινούριο κουτί με φυσίγγια. Γέμισα το όπλο με αρκετή δυσκολία , όπλισα και σημάδεψα το πιο κοντινό παιδάκι σε απόσταση βολής.
Αστόχησα την πρώτη φορά , όμως η επόμενη ήταν εύστοχη. Σωριάστηκε με ένα βαρύ γδούπο στο κράσπεδο , το ποδήλατό του έκανε μερικά μέτρα ακυβέρνητο και στούκαρε στο αμάξι αυτού που μένει απέναντί σου , δε θυμάμαι και πώς τον λένε , τέλος πάντων…
Τα υπόλοιπα έτρεξαν σοκαρισμένα γύρω του , έσκυψαν κοντά του, τα ποδήλατα και τα πατίνια τους σκόρπισαν τριγύρω…Ήταν εύκολοι στόχοι για μένα κι ας είμαι άπειρη. Ένα – ένα σωριάζονταν στην άσφαλτο. Ο δεξιός μου ώμος πονούσε πολύ από το όπλο που κλωτσούσε. Σε πολύ λίγη ώρα είχε τελειώσει…Ήταν όλα νεκρά κι η ησυχία είχε επανέλθει…
Άκου…ακούς τίποτα;
Τα κατάφερα , εγώ που δεν έχω καταφέρει τίποτα στον κόσμο , εγώ και το κατεστραμμένο κορμί μου , ένα παλιόμουνο , όπως με φωνάζει κι ο αντρούλης μου .
Είδες τα κατάφερα! Τα σκότωσα!
Τι λέω γαμώτο;
Θα με πάνε μέσα , έτσι δεν είναι;
Αυτό δεν κάνουν στους φονιάδες μικρών παιδιών;
Σκατά , το κεφάλι μου πάει να σπάσει , μήπως έχεις κάνα ηρεμιστικό , κάνα παυσίπονο, καμιά δυνατή ένεση ο,τιδήποτε να με βοηθήσει…
Θέλω να πέσω σε βαθύ ύπνο…
Έχω κουραστεί τόσο πολύ , εξαντλήθηκα…»

Η παγωμένη έκφραση που είχε εγκατασταθεί στο πρόσωπό της δεν άφηνε καμία αμφιβολία.
Ήμουν σίγουρος. Το είχε κάνει!
Τι γαμημένο μπλέξιμο ήταν αυτό;…

1 Comments:

Blogger Durden_Alie said...

Γαμημένε Γιάννη Black...Δεν θα πέσεις στα χέρια μου; Τότε θα δεις φρίκη! :-Ρ

Παρασκευή, 22 Σεπτεμβρίου, 2006  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home

Page copy protected against web site content infringement by Copyscape Free Web Counter