Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25, 2006

"Αρχίδια φλαμπέ"-Πράξη 2η

...Αφού ξεροκατάπια μερικές φορές , για να κρύψω την επερχόμενη αμηχανία μου , ήπια μια γερή δόση από το ποτό μου και κοίταξα την γυναίκα που καθόταν μαζί μου , στο καθιστικό μου , στο σαλόνι μου. Αυτή η γυναίκα μόλις ομολόγησε ένα φρικτό μακελειό , μια αδιανόητη σειρά φόνων κάποιων «αθώων» , μικρών παιδιών της γειτονιάς μας. Ήταν ότι πιο συναρπαστικό είχε συμβεί από τη μέρα που ήμουν πλέον επίσημος κάτοικός της…
(Μα τι σκατά σκεφτόμουν τέτοια ώρα;)

Δε φανταζόμουνα ποτέ ότι θα τη γνώριζα κάτω από αυτές τις συνθήκες. Σίγουρα δε θα την είχα ποτέ ικανή να κάνει κάτι τέτοιο. Η γυναίκα αυτή που εκπροσωπούσε επάξια το ρόλο της πιστής , ανατολίτισσας συζύγου , της απόλυτης εξαρτητικής προσωπικότητας , που αγόγγυστα καθόταν και υπέμενε το ξύλο που της φιλοδωρούσε ο άντρας της , που αδιαμαρτύρητα γαμιότανε , μια παθητική κούκλα , των σεξουαλικών του ορέξεων κατάφερε να πράξει το αδιανόητο. Το ομολόγησε μόλις σε μένα!
(Γιατί σε μένα;)

-«Γιατί ήρθες να το πεις σε μένα;»
Την κοιτούσα βαθιά μέσα στα μάτια. Είχε σταματήσει να κλαψουρίζει εδώ και ώρα , αλλά εγώ τώρα το πρόσεχα. Καθόταν εκεί και μου ανταπέδιδε το βλέμμα , λες κι έψαχνε την άμεση λύση που εγώ θα της προμήθευα .

-«Λοιπόν απάντησέ μου…Γιατί ήρθες να το πεις σε μένα;»
Ήταν μια προφανώς άσκοπη , επανάληψη ερώτησης , που δε διόρθωσε τα πράγματα.

-«Πέρα από την προφανή επιλογή , ήρθα σε σένα , γιατί ήμουν σίγουρη , πως εσύ θα με καταλάβαινες.
Όμως είμαι τόση ώρα εδώ και δεν έχουμε συστηθεί…
Μεγάλη αγένεια εκ μέρους μου…»

Πού το έβρισκε το κουράγιο και τη ψυχραιμία δεν μπορούσα να καταλάβω. Ήθελε κοινωνικές προεκτάσεις τώρα; Όσο για την προφανή επιλογή , αυτό κι αν μπέρδευε την κατάσταση…

-«Δε χρειάζεται , ξέρω πως σε λένε…»
-«Ήμουν σίγουρη. Τιμή μου που ασχολήθηκες με την ταπεινότητά μου…
Εσένα πως σε λένε; Στο θυροτηλέφωνο γράφει μόνο το επίθετο…»
Tyler…»
(Το ξανασκέφτηκα…)
-«Ναι με λένε …Τyler
-«Αποκλείεται αυτό να ‘ναι το πραγματικό σου όνομα. Κρίμα που δε θες να μου το πεις. Εγώ εδώ σου εμπιστεύτηκα τα αδιανόητα κι εσύ…ούτε τ’ όνομά σου…»
-«Κοίτα αλλιώς με βαφτίσανε , όμως αυτοί που εγώ θέλω , με φωνάζουν έτσι. Άσε που δε χρειάζεται να ξέρεις το αληθινό μου όνομα…»
-«Καλά όπως θες…Κρίμα…»

-«Αλήθεια πήγες κι έκανες αυτό το πράγμα;
Δυσκολεύομαι να το πιστέψω…Μήπως έχεις πάρει τίποτα και όλα αυτά τα φαντάστηκες;»

Είχα προσγειώσει απότομα την κουβέντα , επίτηδες.
Έπρεπε να ξεμπερδεύω και γρήγορα. Μπορεί να μην είχα να πάω στη δουλειά , είχα όμως ένα πρόγραμμα να τηρήσω. Ένα χρονοδιάγραμμα που , η τέλεσή του , θα επιβεβαίωνε την παρουσία μου.

Άνοιξα τις μπαλκονόπορτες διάπλατα. Έπρεπε να το δω με τα μάτια μου. Η ησυχία που επικρατούσε , για αυτή την ώρα της μέρας , ήταν πρωτοφανής κι αυτό μ’ έκανε να ανησυχήσω περισσότερο. Εκεί που ετοιμαζόμουνα να βγω στο μπαλκόνι με πρόλαβε η φωνή της , βραχνή , σχεδόν ηδονική , μια πικρή ανάμιξη ενοχής και άκρατου πανικού…Είχα αρχίσει να ιδρώνω από την αγωνία μου…

-«Έλα εδώ κοντά μου…»

Άπλωσε και τα δυο της χέρια σε μια απελπιστική έκκληση… Εξακολουθούσε να με κοιτάζει στα μάτια και εγώ απλά , σα μαγνητισμένος υπάκουσα.

-«Έλα και πιάσε τα δάκτυλά μου… μύρισέ τα…οσμίζεσαι την πυρίτιδα;»
Έριξε την τιράντα από το δεξιό της ώμο.
-«Κοίτα εδώ…»
Η γύμνια της είχε σημαδευτεί από ένα τεράστιο μώλωπα , που είχε εξαπλωθεί αδηφάγα στη σάρκα της , στο μέρος εκείνο που ακουμπούσε το όπλο.
Έμεινα εκεί αποσβολωμένος και την κοίταζα.

Πήρα τα χέρια της στα δικά μου. Χέρια περιποιημένα , νύχια αφημένα στο κατάλληλο μέγεθος , βαμμένα μ’ ένα προκλητικότατο , βαθύ κόκκινο χρώμα , από το δέρμα της αναδυόταν μια δροσερή ανάσα μαλακτικής κρέμας.
Όμως στα δάκτυλα του δεξιού της χεριού , αυτού που άγγιζε τη σκανδάλη , μπορούσα να διακρίνω μικροσκοπικά , μαύρα στίγματα , ιδίως στο δείκτη και μετά στον αντίχειρα. Έφερα τα δάκτυλά της κοντά στους μυκτήρες μου. Είχε δίκιο. Αν οσμιζόσουν προσεκτικά και απέκλειες τη μαλακτική κρέμα και τη νικοτίνη , που χρόνια εμπότιζαν το δέρμα της , η όσφρησή μου ήταν ικανή να διακρίνει εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά από μπαρούτι…

-«Με πιστεύεις τώρα; Δε σου λέω ψέματα. Δεν έχω λόγο άλλωστε…»

Εγώ κρατούσα τα χέρια της στα χέρια μου κι είχα μείνει άναυδος. Δεν ήξερα τι να πιστέψω. Τις προφανείς αποδείξεις ή το ένστικτό μου; Έπρεπε να πιω κάτι επειγόντως…

Από κάπου στο βάθος μπορούσα να διακρίνω , με την ακοή μου , σειρήνες κι ουρλιαχτά απόγνωσης , που ολοένα δυνάμωναν…
Ασθενοφόρο ή περιπολικό;…
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape Free Web Counter