Σάββατο, Οκτωβρίου 14, 2006

"Αρχίδια φλαμπέ"-Πράξη 3η

-«Ωχ , έρχονται να με πάρουν! Τι θα κάνω; Βοήθησέ με.
Σε παρακαλώ!»

Πετάχτηκε απ’ τον καναπέ σαν τρομαγμένη ελαφίνα.
Τα χέρια της είχαν αγκαλιάσει σφιχτά το κεφάλι της σε μια τραγική ένδειξη απόγνωσης. Τα μάτια της είχαν γουρλώσει από την αγωνία , κόντευαν να πεταχτούν απ’ τις κόγχες τους. Τα χείλη της είχαν χάσει το χρώμα τους κι ας ήταν επιμελώς βαμμένα με πορφυρό κόκκινο , πρέπει τώρα να πονούσαν , τόσο δυνατά που τα δάγκωνε.

Όρμησε προς το μέρος μου , το ρούχο που κάλυπτε τη γύμνια της , ακολουθούσε την πορεία που διέγραφαν οι καμπύλες του σώματός της , με προκαλούσε έτσι ακόμα περισσότερο.

Πήρε το ποτήρι απ’ το χέρι μου και με μια βιαστική ρουφηξιά κατέβασε το ποτό μου στο στόμα της και το κατάπιε μονορούφι. Σκούπισε τα χείλη της με την ανάστροφη του δεξιού της χεριού κι αυτά αποχρωματίστηκαν τώρα τελείως.

Σε μια εξαίσια κίνηση αρμονικής διαταραχής της εντροπίας , άρπαξε το κεφάλι μου και βίασε το στόμα μου με τη γλώσσα της , χώνοντάς τη βαθιά , σχεδόν μέχρι το λαρύγγι μου , τη στριφογύρισε επιδέξια γλείφοντας τα ούλα και τα δόντια μου.

Με αυτή την καυλωτική ασφυξία αφυπνίσθηκα πλήρως. Οι πολυβυζαγμένες , σκληρές ορθωμένες ρώγες της , ακουμπούσαν προκλητικά στο στέρνο μου.
Το χέρι της κινήθηκε με τόλμη προς το εφηβαίο μου…

Δεν την άφησα να προχωρήσει αν και τα ένστικτα μου είχαν ήδη παραδοθεί στο κάλεσμά της.
Κράτησα το χέρι της σφικτά και τη γύρισα φέρνοντας την πλάτη της στο στήθος μου , τα μαλλιά της φυλάκισαν το πρόσωπό μου και ο κώλος της , μέσα απ’ το μεταξένιο του περιτύλιγμα , θώπευε τα γεννητικά μου όργανα.

Με είχε αποσυντονίσει. Βύθισα την αριστερή μου παλάμη στο ντεκολτέ της , χούφτωσα με βία τα βυζιά της , τσίμπησα με οργή τη δεξιά της ρώγα.
Έπρεπε να έχω τον έλεγχο.
Αυτή η έκφυλη , απροκάλυπτη εκδήλωση ενδιαφέροντος με άφηνε παγερά αδιάφορο.
(Τι αληθινό ψέμα!)

-«Σταμάτα!»
Με την υποκρισία να ξεχειλίζει απ’ τα μηνίγγια μου , την έριξα στον καναπέ. Αυτή υποταγμένη βούλιαξε το πρόσωπό της στα μαξιλάρια και στήθηκε στα τέσσερα.
Συνέχιζε ένα παιχνίδι που , ενώ θα ’θελα να συμμετέχω , έπρεπε να διακόψω αμέσως.
Η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί.

-«Δεν έχεις έρθει γι αυτό εδώ! Αλλά ακόμα κι αν αυτό ήταν το κίνητρό σου δεν πρόκειται να συμβεί οτιδήποτε τουλάχιστον όχι τώρα κι όχι έτσι!
Ηρέμησε.
Δεν μπορείς να ξέρεις από πού έρχεται ο ήχος της σειρήνας.»

Την ανασήκωσα στον καναπέ και αποκατέστησα τη φυσική τάξη του ενδύματος της.

-«Σε γουστάρω εδώ και καιρό. Θέλω να μου ξεσκίσεις τα βάρδουλα , να με κάνεις την καρατσουλάρα σου. Θα ‘ρχομαι όποτε θες να με γαμάς απ’ όλες τις τρύπες μου.
Αν ήξερες πόσο καιρό έχω να γαμηθώ…
Θέλω τον πούτσο σου στο στόμα μου. Τώρα! Έλα ‘δω…»

Τα γεγονότα με ανάγκασαν να αρνηθώ αυτή την αφύσικα πρόστυχη προσφορά πεοθηλασμού.
Σηκώθηκα όρθιος και έκλεισα πορτοπαράθυρα και κουρτίνες.

-«Νομίζω πως αρκετά κράτησε αυτό το αστείο.
Φανταστείτε πως σας είχα πιστέψει για μια στιγμή.
Με έπεισε η σειρήνα βλέπετε…
Εμπρός. Σηκωθείτε.
Πρέπει να φύγετε. Μαζέψτε τα πράγματά σας και δρόμο!»

Πήγα στην εξώπορτα.
Αυτή με κοιτούσε κατάματα.
Άνοιξα την πόρτα διάπλατα. Το ζεστό καλοκαιρινό ρεύμα κτύπησε τα μάτια μου…

-«Με συγχωρείτε κύριε…
Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω , αλλά έξω γίνεται χαμός!»

Μπροστά στη εξώπορτα στεκόταν ο μεσόκοπος θυρωρός με το χέρι του προτεταμένο προς το κουδούνι μου , έτοιμος να το κτυπήσει…
Γούρλωσε έκπληκτος τα μικροσκοπικά , μεσοαστικά , πρεσβυωπικά ματάκια του μόλις την αντίκρισε…

-«Αγαπητή κυρία…! Οποία έκπληξις…!»
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape Free Web Counter