Παρασκευή, Ιουνίου 10, 2005

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

...Πηγαμε στην εκθεση βιβλιου παρεα.Ηξερε ο καθενας τι εψαχνε,βαθια μες το μυαλο του.Ανομολογητοι ποθοι όπως παντα…Ο ουρανος μας χαριζε απλοχερα έναν ηλιο τρομαγμενο.Καναμε λαθος όμως και πηγαμε νωριτερα.Τα βιβλια ξεκουραζονταν υπομονετικα μεσα σε κλειστα περιπτερα,με κατεβασμενα ρολα.Ξεκινησε να βρεχει.Μικρες σταγονες στην αρχη,υστερα μεγαλυτερες,πιο γρηγορη,βιαιη βροχη.
-“Παμε για καφε;”
-“Παμε…”
Διασταυρωσαμε χωριστα το δρομο.Εγω βιαζομουνα.(…γιατι;).
Καθισαμε μακρυα απ’το δρομο με τα ματια όμως στραμμενα στα περιπτερα.
Ανυπομονησια.Παραγγειλαμε φραπεδες.Αυτος χωρις γαλα ,όπως παντα.Αναψαμε τσιγαρο χωριστα.Ανιχνευσαμε το χωρο με τα ματια,ακολουθησε ενας ενδελεχης σχολιασμος των γυναικων στο μαγαζι, της μπαργουμαν χωριστα,υστερα ένα προχειρο υβρεολογιο για τους ομοφυλους ανταγωνιστες μας και μετα απορροφηθηκαμε στο δικο μας διαλογο.Περισσοτερο μιλαμε με τις λεξεις που δεν ακουγονται,μυημενοι σε μια διαδικασια συνεννοησης πρωτογνωρης για ανθρωπους.Συνεχισαμε να κοιταμε εξω.Βρισαμε την κακη μας τυχη.Οχι οτι πιστευουμε σ’ αυτην,αλλα βριζωντας ξεθυμαινεις.Ημασταν κι οι δυο ανυπομονοι τωρα.Το γκαρσονι πληρωθηκε.Αναψε τσιγαρο.Μονο αυτος.
Ο ουρανος εκλαιγε ακομα κι ο ηλιος επαιζε κρυφτο με τα συννεφα.
Βγηκαμε εξω και πλησιασαμε τα περιπτερα που πηραν ν’ανοιγουν σιγα-σιγα.Νωχελικοι αρχικα,υστερα πιο τολμηροι απλωναμε τα χερια κι ακουμπουσαμε αυτές τις συλλογες γνωσης,τα συνολα συναισθηματικης απογνωσης γραμμενα από ανθρωπους που δεν ξερουμε και μπορει να μην γνωρισουμε ποτε.Αλλωστε καποιοι απ’αυτους ηταν τυχεροι και πεθαναν νωρις,εστω εγκαιρως.
Δεν μπορουσαμε να μεινουμε απαθεις από τις παρουσιες πισω απ,τους παγκους.Ο σχολιασμος των αλλων είναι το ρεπερτοριο των βασανισμενων.Οσο πιο κοντα στους παγκους,τοσες περισσοτερες σταγονες δροσιζαν τα σβερκη μας,μια αιφνιδια ριπη ρεαλισμου,μας επεστρεφε από κοσμους φαντασιας.
Αγορασα πρωτος.Μια ποιητικη συλλογη του Hank που εκδοθηκε post mortem.Χαΐδεψα σχεδον ερωτικα το εξωφυλλο,ανοιξα τυχαια σε μια σελιδα και υπεβαλα την οσφρηση μου σε μια παλια,αγαπημενη δοκιμασια(…εκεινη μου την εμαθε).Ηταν ακομα διστακτικος ή πιο προσεκτικος.Δεν παρασυρθηκε από τη συνηθη μου παρορμηση…
Αναψαμε κι δυο τσιγαρο και καμουφλαρισμενοι(;) από σκορπια δακτυλιδια καπνου, συνεχισαμε την περιδιαβαση.Μια γιαγιουλα μας ακολουθουσε ή εμεις τελοσπαντων την ακολουθουσαμε,σταματουσε σε κάθε περιπτερο,εβγαζε μια λιστα σε αποκομμα χαρτιου,ρωτουσε αν υπηρχε το ταδε και τα λοιπα κι υστερα ζητουσε,σχεδον απαιτουσε να της δωσουν τον καταλογο του οικου και σελιδοδεικτες,τρεις από κάθε σχεδιο(…συγγνωμη για το ρουφιανεμα γιαγια).Μερικα αξιοθαυμαστα πιπινια,κακεκτυπα λολιτας διεκοπταν κάθε τοσο το ταξιδι μας και ταλαιπωρουσαν τα βλεμματα μας με τις αιωρησεις τους.Πως να κρατησει στο εδαφος, η βαρυτητα ,νεραΐδες και ξωτικα;
Φτασαμε προς το τελος.Αγορασα άλλο ένα.Ζητησε δειλα να κανει τρακα.Μετα γυρισαμε εκει που ειχε σταθμευσει το βλεμμα του πριν κι αγορασε κι αυτος δυο, εξαιρετης εκδοσεως και γραφης,διαμαντια.Ειχε σταματησει να βρεχει πια κι ηλιος μας εκανε να ιδρωσουμε.
Συνεχισαμε τη βολτα με τα αποκτηματα στα χερια ,επιστρεφοντας αναποδα αυτή τη φορα.Η δευτερη ματια είναι κρισιμοτερη.
Ο κοσμος ειχε αρχισει να πυκνωνει κι βραδια στολιζε τον ουρανο μ’αστερια.Η θαλασσα ειχε υποταχθει στη νηνεμια.Το φεγγαρι κρυφοκοιτουσε από ψηλα.
Αγορασαμε κι αλλα,ο καθενας ότι η ψυχη του ποθουσε πιο πολύ,ανταλλαζοντας υποσχεσεις αμοιβαιου δανεισμου.Η γνωση πρεπει να μεταδιδεται.Ξανακανε τρακα.Ξαναρωτησε.
Υστερα πηραμε το δρομο του γυρισμου.Δε θελαμε να φυγουμε.(Γιατι;)
Τις επομενες τρεις ωρες τις περασαμε παρεα κανοντας πραγματα κοινα και γηινα.Το μυαλο μας ηταν όμως αλλου…Κι υστερα εφυγε.Ηταν ευτυχης.Εμενα μη με ρωτησετε.Δεν εχει σημασια.Αργοτερα, καθως η νυχτα υγρη κι απροθυμη γεννουσε μια καινουρια μερα ,ειχα ηδη βυθιστει μες τις σελιδες που ξεπαρθενευα ανυπομονα,μαγεμενος από τις γραμματοσειρες.Δεν ηξερα τι να πρωτοδιαβασω…
Μαλλον κι εκεινος…
Παλι θα με ‘βρισκε το ξημερωμα…
Μαλλον κι εκεινον…
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape Free Web Counter